Παραμονή – Μέρος πρώτο

Οι γιορτές έχουν περάσει αλλά σίγουρα όχι ο Χειμώνας. Αυτή λοιπόν είναι μια ιστορία με αφορμή τον Χειμώνα με την θλιβερή ίσως διαπίστωση πως όσο μεγαλώνουμε τόσο αποστασιοποιούμαστε από την επίδραση των εποχών στη ζωή μας. Κρυβόμαστε πίσω από τοίχους που χτίζουν για μας καλοριφέρ ή αίρκοντίσιον και χάνουμε την επαφή με την πραγματική ζωή και ίσως έτσι και με τον εαυτό μας.

Ο Χειμώνας στη βόρειο Ελλάδα έχει κάτι το πολύ ιδιαίτερο σε σχέση με το Χειμώνα του νότου. Το κρύο είναι σαφώς πιο έντονο αλλά και η αίσθησή του είναι διαφορετική, ίσως λόγω της υγρασίας.

Πολλά από τα πρωινά θα δεις ένα λευκό υπόστρωμά να σκεπάζει τα πράσινα φύλλα εκατέρωθεν του δρόμου. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που ο Μιχάλης αλλά και άλλα παιδιά της γειτονιάς μπέρδευαν αυτό το φαινόμενο με μια ελαφρά, πρώιμη χιονόπτωση που ίσως, όπως έλπιζαν, να προοικονομούσε μια δεύτερη όμως πολύ μεγαλύτερη σε ένταση, ικανή να αποκλείσει τους δρόμους και συνακόλουθα τα σχολεία.

«Λες να χιονίσει μαμά;» ρωτούσε με αγωνία ο Μιχάλης σκαρφαλώνοντας στο πίσω δεξιά παράθυρο του χιλιοχτυπημένου λευκού Πεζώ 106 στη διαδρομή για το σχολείο. «Μπορεί», απαντούσε αινιγματικά η μητέρα κοιτώντας στον καθρέφτη αφού δεν της πήγαινε η καρδιά να του σβήσει την ελπίδα. «Ναι, μάλλον θα χιονίσει» κατέληγε ο Μιχάλης μετά από μια ενδελεχή παρατήρηση του λευκού αυτού υποστρώματος επιστρέφοντας στο κάθισμα του.

Πολύ αργότερα θα ανακάλυπτε προς μεγάλη του απογοήτευση και αρχικά από κάποιο παιδί που «του το είχαν πει οι γονείς του» ότι αυτό το λευκό υπόστρωμα που ο Μιχάλης μπέρδευε για ασθενή χιονόπτωση δεν ήταν τίποτα περισσότερο από πάχνη, η στερεοποίηση δηλαδή της πρωινής υγρασίας. Περιττό να ειπωθεί πως η ερμηνεία αυτή του φαινομένου δεν έγινε δεκτή με ιδιαίτερη χαρά από τα υπόλοιπα παιδιά στη γειτονιά. Αντέδρασαν έντονα κοροϊδεύοντας το παιδί που είχε τολμήσει να υποστηρίξει αυτή την αβάσιμη θεωρία για την προέλευση του λευκού υποστρώματος.

Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ευτυχία για όλους από το να χιονίζει σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποκλείονται οι δρόμοι στην γειτονιά και κατ’ επέκταση να σταματάει προσωρινά η λειτουργία των σχολείων, κάτι που συνέβαινε τουλάχιστον μια φορά το χρόνο στην περιοχή τους. Μαζευόταν τότε τα παιδιά σε ομάδες που ξεχώριζαν από μακριά στο λευκό ορίζοντα από τα πολύχρωμα μπουφάν τους και έπαιζαν χιονοπόλεμο ή τσουλήθρα στις πλαγιές της συνοικίας τους για όλο το πρωινό. Το απόγευμα, οι άλλες δραστηριότητες που μπορεί να είχε ο καθένας, όπως οι ξένες γλώσσες ή η μουσική δυστυχώς δεν έπαυαν πάντα μαζί με τα σχολεία οπότε η παρέα διαλυόταν ή εξασθενούσε αριθμητικά.

Ο Μιχάλης είχε μια τυποποιημένη φορεσιά για τις χιονισμένες μέρες: φορούσε ένα γκρι μεγάλο φουσκωτό μπουφάν με φτερά χήνας τα οποία στις απότομες κινήσεις που έκανε έβρισκαν ευκαιρία να δραπετεύουν από μια σκισμένη ραφή στο αριστερό του μπράτσο. Σκούφο των Μποστον Σέλτικς, μαύρα γάντια. Κάτω από τις φόρμες του, φορούσε τις πιτζάμες του και για παπούτσια τις γκρι λαστιχένιες μπότες του που ήδη από το προηγούμενο χρόνο είχαν αρχίσει να τον στενεύουν.

Βεβαίως αυτό δεν τον απασχολούσε καθόλου. Ήταν ο πρώτος που κατέβαινε στη γειτονιά για παιχνίδι, πολλές φορές από τις 8 το πρωί αφού πρώτα κοιτούσε με αγωνία τη μητέρα του να μιλάει στο τηλέφωνο με τη Νομαρχία προκειμένου να ενημερωθεί για την απόφαση που είχαν λάβει οι αρμόδιοι φορείς. Με το που κατέβαζε το ακουστικό και επιβεβαίωνε με ένα χαμογελαστό νεύμα αυτό που περίμενε να ακούσει, έβγαινε από το σπίτι σούμπιτος με μία μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών υπό μάλης που είχε προηγουμένως κλέψει από το τελευταίο συρτάρι της κουζίνας σκάβοντας ανάμεσα σε αλουμινόχαρτα, φιτίλια για το καντήλι και λαδόκολλες για να τη βρει.

Ο συνήθης προορισμός του ήταν μια πλαγιά κοντά στο σπίτι του, σε ένα άκτιστο οικόπεδο. Με το που έφτανε στρωνώταν αμέσως στη δουλειά. Αρχικά επόπτευε την κατηφοριά και σχεδίαζε στο μυαλό του την πίστα που ήθελε να κατασκευάσει. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα περισυλλογής, ξεκινούσε χωρίς άλλη χρονοτριβή να κάνει πράξη το σχέδιο που είχε εκπονήσει στο μυαλό του.

Καθόταν λοιπόν στη σακούλα και άρχιζε να πατάει με τον πισινό του το απάτητο χιόνι σούρνοντας με τη σακούλα προς στην κατεύθυνση που ήθελε να δώσει στην πίστα. Ή πρώτη αυτή επίστρωση ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική και χρονοβόρα γιατί το χιόνι ήταν εντελώς απάτητο και παχύ τις περισσότερες φορές. Όταν έφτανε στο τέλος της διαδρομής, σηκωνόταν παίρνοντας στο χέρι τη σακούλα και αφιέρωνε λίγο χρόνο στο να επιθεωρήσει την πρόοδο του έργου του. Μερικές φορές ανασχεδίαζε την πίστα στο μυαλό του και έπειτα έπιανε να ανεβαίνει την ανηφόρα ασθμαίνοντας για το δεύτερο χέρι.

Το στρώσιμο της πίστας πριν την παράδοσή της για χρήση απαιτούσε τουλάχιστον τρία χέρια ώστε το χιόνι να πατηθεί για να γίνει αρκετά συμπαγές για μια ικανοποιητικά γρήγορη τσουλήθρα. Μετά από αυτό το πρώτο στάδιο, ο Μιχάλης άρχιζε να χτίζει περιμετρικά της διαδρομής τοιχώματα από χιόνι που θα κρατούσαν τον παίκτη μέσα στην πίστα στις απότομες στροφές.

Συνήθως τα πρώτα παιδιά κατέφθαναν για παιχνίδι πριν καν προλάβει να τελειοποιήσει το έργο του. Ο Μιχάλης ήταν ιδιαίτερα κοινωνικός οπότε χαιρόταν ιδιαίτερα που θα μπορούσε να μοιραστεί και να διασκεδάσει το δημιούργημά του με άλλους. Ένιωθε μάλιστα τον τελευταίο καιρό ιδιαίτερα τυχερός αν το πρώτο από τα παιδιά που θα ερχόταν για παιχνίδι θα τύχαινε να είναι η Ελένη, ένα κορίτσι που τον περνούσε δύο χρόνια και έμενε ακριβώς δίπλα από την πλαγιά στην οποία έχτιζε την πίστα.

Με το που κατέφθανε φασκιωμένη μέσα στο παχύ μπουφάν της, έπιανε να ανεβαίνει με ένα ασταθές, άτσαλο βήμα την χιονισμένη ανηφόρα για να ξεκινήσει την τσουλήθρα. Παρ’ όλο που ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερη, ήταν αρκετά πιο κοντή από τον Μιχάλη. Αυτό δεν φαινόταν σε καμία περίπτωση να τον ενοχλεί, το αντίθετο. Δεν του περνούσε απαρατήρητο το μικροσκοπικό αλλά ανεπτυγμένο κορμί της που του φαινόταν πολύ πιο θηλυκό από τα κορίτσια της τάξης του. Παρ’ όλο που δε μπορούσε να διακρίνει μέσα από το χοντρό φουσκωτό μπουφάν της, έχοντας στο παρελθόν παρατηρήσει με λεπτομέρεια το σώμα της, του φαινόταν πως το στήθος της διαγραφόταν έστω αδρά μέσα από το μπουφάν της και αυτό του ασκούσε μια έλξη που δε μπορούσε να εξηγήσει.

Αυτή η έλξη μετουσιωνόταν σε σωματικά συμπτώματα όταν η Ελένη πλησίαζε ή, ακόμη χειρότερα, του απηύθηνε το λόγο. Ένα βαθύ κάψιμο στο υπογάστριο, μία αίσθηση πίεσης στο κεφάλι του, μια ελαφρά ζαλάδα. Όλα αυτά τα συμπτώματα ενώ θα έπρεπε να του είναι δυσάρεστα, δεν ήταν. Δεν το παραδεχόταν, αλλά ένας από τους λόγους που επέλεγε να χτίσει την πίστα του δίπλα από το σπίτι της Ελένης ήταν η ίδια.

«Μεγαλύτερη αυτή την φορά» μάσησε κάτω από το κασκόλ της προσπερνώντας τον και ανεβαίνοντας προς την κορυφή. Ο Μιχάλης δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να απαντήσει και σε κάθε περίπτωση ποια θα ήταν η κατάλληλη απάντηση σε αυτή την παρατήρηση της Ελένης οπότε η σιωπή του φάνηκε σαν μια φυσική και αρμοστή αντίδραση, όσο μάλιστα περνούσε και ο χρόνος από τότε που ειπώθηκε η φράση της. Του φαινόταν ότι όσο πιο λιγομίλητος ήταν, τόσο πιο μυστηριώδης και πιθανώς ελκυστικός θα της φαινόταν. Αφού τον προσπέρασε, άρχισε να ρίχνει κλεφτές προς το μέρος της εστιάζοντας σε ό,τι άφηνε το μπουφάν να φανεί από τον πισινό της. Το περπάτημα της Ελένης διέφερε σημαντικά από τα κορίτσια της τάξης του και του έδινε την ευκαιρία να εκτιμήσει τον πισινό της περισσότερο ακόμα και σε αυτό το τραχύ έδαφος στο οποίο βάδιζε αδέξια.

Αφού ανέβηκε και άρχισε να τσουλάει, η Ελένη ανάπτυξε πολύ μεγάλη ταχύτητα πράγμα που επιβεβαίωνε ότι ο Μιχάλης είχε κάνει καλή δουλειά. Όταν μετά από λίγο έφτασε στην απότομη στροφή που δούλευε ο Μιχάλης χτίζοντας ένα επιτείχειο, αντί να στρίψει προς τα κάτω, ξέφυγε από την πορεία της από την μεγάλη ταχύτητα και έπεσε πάνω του με φόρα παρασύροντάς τον με τα πόδια της ενώ τσίριζε. Βρέθηκαν έτσι οι δυο τους μπουρδουκλωμένοι μέσα στο χιόνι. Το κοντό καστανό καρέ της είχε πλέον αποκαλυφθεί αφού ο σκούφος της είχε θαφτεί κάτω από το χιόνι και η ίδια βρέθηκε λαχανιασμένη σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο του Μιχάλη. Ενστικτωδώς, ξάπλωσε δίπλα ξεμπερδεύοντας το σώμα της από αυτό του Μιχάλη και άρχισε να γελάει αποκαλύπτοντας την ελαφρώς προεξέχουσα άνω οδοντοστοιχία, που ο Μιχάλης έβρισκε τόσο γοητευτική. Εν τω μεταξύ αυτός είχε σχεδόν παραλύσει από τη συγκίνηση που του είχε προξενήσει αυτή η απρόσμενη επαφή εκείνο το πρωινό και την έκδηλη αμηχανία του κάπως διασκέδασε η άφιξη δύο ακόμα παιδιών που είχαν φτάσει για παιχνίδι.

Τα παιδιά τότε θα συνέχιζαν το παιχνίδι για ώρες μέχρι να μεσημεριάσει. Μερικές φορές αν μαζεύονταν παραπάνω παιδιά  έχτιζαν δίδυμες πίστες για αγώνες δύο ατόμων. Η Ελένη διάλεγε να πάει ως ζευγάρι με κάποιο από τα αγόρια και όταν διάλεγε τον Μιχάλη η καρδιά του χτυπούσε ανεξέλεγκτα όταν έπαιρνέ την θέση του πίσω της. Αυτή έβαζε με αργές κινήσεις τα χέρια του γύρω από τη μέση της και τον κοιτούσε χαμογελώντας λέγοντας «Για να πάμε πιο γρήγορα».

Παρ’ όλο που ήθελε να κερδίσει, ο Μιχάλης ευχόταν η διαδρομή να κρατήσει όσο περισσότερο γινόταν. Στο τέλος της συνήθως ο ένας έπεφτε πάνω στον άλλον. Από την πτώση η Ελένη σηκωνόταν πρώτη στα γόνατα και κοιτούσε χαμογελώντας τον Μιχάλη βολεύοντας τον σκούφο της. «Πάμε πάλι;» τον ρωτούσε και άρχισε να τρέχει προς την κορυφή.

Αν καμιά φορά περνούσε κάποιο εκχιονιστικό μηχάνημα για να ανοίξει τους δρόμους, που γινόταν αντιληπτό πολύ πριν εμφανιστεί από τον ήχο που έβαζε η επαφή της ατσάλινης φαγάνας με την άσφαλτο, τα παιδιά σταματούσαν αυτοστιγμεί το παιχνίδι και το έπαιρναν ομαδόν στο κατόπι εκσφενδονίζοντας εναντίον του μπάλες χιονιού. Ο λόγος της επίθεσης ήταν ότι ήξεραν πως αν οι δρόμοι άνοιγαν και η κυκλοφορία αποκαθίστατο, τότε θα άνοιγαν και τα σχολεία. Όταν χιόνιζε πολύ ήταν σχεδόν αδύνατο με τα περιορισμένα μηχανήματα του δήμου να κρατηθούν οι δρόμοι ανοιχτοί κάτι που προσέφερε στα παιδιά επιπλέον ώρες παιχνιδιού.

Εκείνη τη χρονιά, το χιόνι δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του στη γειτονιά και ο Μιχάλης κοίταζε την πρωινή πάχνη με προσδοκία βαδίζοντας προς τον Σύλλογο. Ο Σύλλογος ήταν ένας πολιτιστικός σύλλογος της περιοχής στην οποία σύχναζαν πολλά από τα παιδιά και εξασκούνταν σε διάφορες δραστηριότητες. Από πινγκ πονγκ σε σκάκι, επιτραπέζια παιχνίδια, ζωγραφική και παραδοσιακούς χορούς.

Τα μαθήματα πινγκ πονγκ γινόταν κάθε Τρίτη Πέμπτη και Σάββατο και ο Μιχάλης, εντελώς απρόθυμα είχε εγγραφεί μετά από επιμονή της μητέρας του που ήθελε ίσως περισσότερο να εξασφαλίζει κάποιες ελεύθερες ώρες το απόγευμα για να συγυρίζει το σπίτι παρά να μην αφήσει το ταλέντο του μοναχογιού της στο πινγκ πονγκ ανεκμετάλλευτο.

Η απόσταση του σπιτιού του από το Σύλλογο δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και λίγο πριν μπει μέσα για να ξεκινήσει απρόθυμα την προπόνηση, που κατά κύριο λόγο εξαντλούνταν στο επαναλαμβανόμενο χτύπημα μιας επικρεμώμενης από το ταβάνι μπάλας πινγκ πονγκ, ο Μιχάλης νόμιζε πως άκουσε ένα ασθενή ήχο να έρχεται από το πίσω μέρος του Συλλόγου. Όσο όμως πλησίαζε, του φαινόταν αυτός ο περίεργος ήχος να δυναμώνει.

[Συνεχίζεται]

5 σκέψεις σχετικά με το “Παραμονή – Μέρος πρώτο

  1. Πόσο μ’ άρεσε! Ανυπομονώ για το επόμενο μέρος! Περιγράφεται πολύ ωραία τόσο η δυναμική της εποχής και του τόπου, όσο η αμηχανία στις διαφυλικές σχέσεις και σκιαγραφείται και η προεφηβεία με τον ερωτισμό του Μιχάλη και της Ελένης να ψάχνει τρόπους να μετουσιωθεί!

    Αρέσει σε 1 άτομο

  2. Μου άρεσε πάρα πολύ!
    Είχε μια δυναμική ο λόγος σου, καθώς το διάβαζα μου φάνηκε πολύ σύγχρονο!

    Μου άρεσε και το θέμα, η περιγραφή των συναισθημάτων, το άγουρο ξεκίνημα του έρωτα!
    Περιμένω τη συνέχεια!

    Χάρηκα που σε βρήκα!
    Καλό μήνα!

    Αρέσει σε 1 άτομο

    1. Ω, μα τι ευγενικό σχόλιο! Ευχαριστώ πολύ!

      Για τη συνέχεια μπορώ μόνο να απολογηθώ γιατί η πλοκή με πήγε σε κάποια μέρη πολύ πιο σκοτεινά από όσο περίμενα και βρίσκομαι εκεί χαμένος εδώ και κάποιες μέρες (έχοντας ήδη γράψει τα επόμενα δυο μέρη). Μεσολάβησαν και κάποια απρόοπτα (life gets in the way).

      Και εγώ χάρηκα που βρεθήκαμε και θα ανταποδώσω την επίσκεψη άμεσα 🙂

      Αρέσει σε 1 άτομο

Σχολιάστε