Δύο χιλιάδες πέντε

Να το πάλι. Κάποια δευτερόλεπτα αβεβαιότητας. Σαν να αιωρείσαι στο κενό. Ή μάλλον καλύτερα σα να προσπαθείς να ισορροπήσεις πάνω σε μια ράβδο. Στην αρχή το παίζεις αδιάφορος. Μετά από ένα δευτερόλεπτο αρχίζεις να αμφιβάλεις αν θα πάρει πάλι μπροστά. Στο δεύτερο έχεις σηκωθεί όρθιος σε πανικό. Μετά παίρνει μπροστά συνήθως. Ακόμα τουλάχιστον.

Αυτό το τραγούδι δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό, ούτε και κανένα αριστούργημα. Έχει δεθεί όμως σαν φιόγκος γύρω από το καλοκαίρι του ’05 και το κρατάει στολισμένο στο μυαλό μου. Να ξεχωρίζει από όλα τα άλλα. Ο ήχος από τα ηχεία αναστατώνει τη σκόνη από τα ράφια της μικρής βιβλιοθήκης του ΙΚΕΑ και όλα τα αντικείμενα στο διαμέρισμα είναι εκεί και με περιμένουν να γυρίσω. Όπως είχαν μείνει εκείνο το βράδυ του Ιουνίου.

Μαζί τους, στο μικρό μπαλκόνι δίπλα από την ΣΣΑΣ είναι και ο Β., ο Π., ο Γ., ο Α. και μια εικόνα μου που ενίοτε ψάχνω στον καθρέφτη αλλά από τότε έχω να δω.

Η ζωή είναι η τυχαία, η πρόχειρη, η ανούσια, η ανώφελη καθημερινότητα. Όχι αυτή που σχεδιάζουμε, που περιμένουμε, που προσδοκάμε, που χτίζουμε. Όχι αυτή που εξυμνούμε στα βιβλία ή στα ποιήματα ή στα τραγούδια. Όχι αυτή που βάζουμε στο κάδρο και προσπαθούμε μετά να φτάσουμε. Αυτό που έτυχε να πεις ενώ δεν το εννοούσες, ο εγωισμός που σε έκανε να μη μου μιλάς, ένα τυχαίο απόγευμα με τον Β. τον Π. τον Γ. και τον Α. Η ΖΩΗ. Όλα όσα κάνουμε κατά λάθος, εν τω μεταξύ, απροσχεδίαστα. Ο χρόνος που χάνουμε σε αυτά που δεν αξίζουν. Μέχρι να μην παίρνει μπροστά. Μέχρι να σταματήσει και να μην πάρει πάλι μπροστά.

4 σκέψεις σχετικά με το “Δύο χιλιάδες πέντε

  1. Συμφωνώ απόλυτα με το περιεχόμενο της τελευταίας παραγράφου… Θα ήθελα να υπερθεματίσω και να προσθέσω ότι ευτυχισμένος είναι αυτός που καταφέρνει να βρει την ομορφιά ακόμα και στις μονότονα επαναλαμβανόμενες καθημερινές ρουτίνες, αυτός που δεν γκρινιάζει για την μοίρα που τον βρήκε, αυτό που δρα δυναμικά για να αλλάξει ότι δεν του αρέσει χωρίς εισαγωγικές μουρμούρες ….

    Αρέσει σε 2 άτομα

Σχολιάστε