Το πρώτο τσιγάρο (και αυτά που ακολούθησαν)

Διάβασα πρόσφατα εδώ για την εμπειρία του πρώτου τσιγάρου του γράφοντος (και κατ’ επέκταση του αποτσίγαρού του) και θυμήθηκα (ή μάλλον καλύτερα προσπάθησα να θυμηθώ) το δικό μου πρώτο τσιγάρο. Σαν φυσικό επακόλουθο μου ήρθαν στο μυαλό και κάποια από αυτά που ακολούθησαν.

Για να είμαι απολύτως δίκαιος με την ιστορία θα πρέπει να αναφέρω ότι το πρώτο – πρώτο τσιγάρο το έκανα (σβηστό) σε παιδική ηλικία στο σπίτι του παππού Έρικ. Κάπνιζε Άσσο μαλακό και άφηνε συχνά το πακέτο του ανεπίβλεπτο στο τραπεζάκι του μπαλκονιού. Τα μεσημέρια που έπεφταν να ξαπλώσουν με τη γιαγιά, έβγαινα στο μπαλκόνι έβγαζα ένα τσιγάρο από το πακέτο και το μύριζα. Η μυρωδιά του καπνού όπως είχε αφυδατωθεί από τον ήλιο του καλοκαιριού που χτυπούσε το ανοιχτό πακέτο στο μπαλκόνι ήταν μεθυστική. Μετά το έβαζα στο στόμα και έκανα πως ρουφούσα.  Είχα την αίσθηση πως έκανα κάτι τόσο απαγορευμένο που είχα ταχυπαλμία από τη στιγμή που έβγαινα στο μπαλκόνι μέχρι να ξαναμπώ και να βεβαιωθώ ότι δε με είχε δει κανείς.

Το πρώτο αναμμένο τσιγάρο που έκανα πρέπει να ήταν κάπου στο καλοκαίρι μετά την Α’ Λυκείου. Κατηφορίζαμε το βράδυ με τον Χ. και τον Τ. την Μητροπόλεως. Ο Χ. είχε φροντίσει να αποσπάσει από την μητέρα του ένα πακέτο BF Slim Line. Δεν είχαμε συνεννοηθεί από πριν αλλά έγινε ως κάτι φυσικό. Σχεδόν αναμενόμενο για κάποιο λόγο. Τα είχε πάρει και δε μας έμενε παρά να τα καπνίσουμε, σα να ήταν ο φυσικός τους προορισμός. Φτάσαμε στην πλατεία. Ο Χ. είχε πάρει και μία ρετσίνα (νομίζω Μαλαματίνα) από το περίπτερο.

Καθίσαμε και ανάψαμε το πρώτο. Τότε, σχεδόν αγνοούσαμε ότι τα Slim Line προοριζόταν μαρκετίστικα για γυναίκες. Ή τουλάχιστον δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία. Καπνίσαμε το πρώτο τσιγάρο χωρίς να καταλαβαίνουμε πάρα πολλά και υπό τις αποδοκιμασίες του Τ. που φυσικά απείχε. Θυμάμαι να ένιωσα κάποια εύφορη ζαλάδα στο τέλος. Τα τσιγάρα ήταν ελαφριά (2 και 0,2 σε περιεκτικότητα) και ήταν ίσως τα «ιδανικά» για να ξεκινήσει κανείς το κάπνισμα.

Έκτοτε, πέρασα στη φάση του «party smoker», καπνίζοντας περιστασιακά στις εξόδους και υπό τον φόβο μη με πάρει κανένα (γνωστό) μάτι. Η μάρκα που θυμάμαι ίσως πιο έντονα από εκείνη την εποχή ήταν τα Άσσος (με 240 δραχμές το πακέτο). Ο αδερφός μου ήταν ήδη στο πανεπιστήμιο και κάπνιζε τα Davidoff τα μοβ (και μετά τα λευκά). Σαφώς πιο βαριά και πικάντικα από τα Άσσος. Καμία φορά, τον συνόδευα στο πίσω μπαλκόνι του πάνω ορόφου κοιτάζοντας προς τον βρεγμένο κάμπο.

Το καλοκαίρι μετά την Γ΄ Λυκείου πέρασα ένα μήνα σε ένα νησί των δυτικών Κυκλάδων σαν εθελοντής για μια ΜΚΟ για τη διάσωση της Μεσογειακής φώκιας. Όλο το καλοκαίρι με συνόδευε το μοβ Silk Cut (το περίπτερο της χώρας δεν είχε μεγάλη ποικιλία σε μάρκες). Η τιμή του ήταν νομίζω γύρω στα 2,40 ευρώ.

Όταν πέρασα στο πανεπιστήμιο, άρχισα να καπνίζω κάπως πιο συχνά σε σημείο που έγινα πλέον τακτικός καπνιστής. Η μάρκα μου ήταν τα Philip Morris (2,90 ευρώ) τα μπλε που τότε ήταν σε άσπρο πακέτο με μία μπλε λωρίδα στη μέση από το καπάκι. Με τα τσιγάρα αυτά πέρασα ένα μεγάλο και σημαντικό κομμάτι της ζωής μου και θα έλεγα και της ενηλικίωσης μου. Με συνόδεψαν στα ψυχρά βράδια της Θεσσαλονίκης με τα διαβάσματα και τις απέλπιδες πρώτες συγγραφικές απόπειρες (κάτι που ίσως δεν έχει αλλάξει πολύ). Στις αγχωμένες αναμονές των αυλών διάφορων νοσοκομείων λόγω της ασθένειας της μητέρας μου. Και μετά στην απώλεια, τη θλίψη, το πένθος (που ήρθε πολύ πριν την απώλεια) και την ανασυγκρότηση (αν υπήρξε ποτέ κάποια).

Στις περιόδους αφραγκίας, τα Philip Morris υποκαθιστούσαν κάποτε τα δεκάρια τα Marlboro Light (1,50 ευρώ για δέκα όμως τσιγάρα). Το τσιγάρο για μένα εκείνη την εποχή ήταν συντροφιά, συγκέντρωση στα διαλείμματα από το διάβασμα στους διαδρόμους της βιβλιοθήκης στον τέταρτο όροφο της Νομικής, ξεγνοιασιά στο κυλικείο της κεντρικής βιβλιοθήκης του ΑΠΘ ή τα βράδια του καλοκαιριού στη Θεσσαλονίκη, παρηγοριά και κουράγιο.

Τότε τα τηλέφωνα δεν ήταν τόσο «έξυπνα». Το χρόνο που ξόδευες στο τσιγάρο τον αφιέρωνες ουσιαστικά στον εαυτό σου. Στις σκέψεις σου. Ήταν ώρα ανασυγκρότησης, αναδιοργάνωσης. Ήταν σαν να πατούσες ένα «στοπ» στο χρόνο που κυλούσε, στο άγχος για την εξεταστική· στη φθορά του χρόνου και στο αναπόφευκτο αυτής της φθοράς. Σαν να κατέβαινες για λίγο από τη σκηνή. Δε σε κοίταγε κανείς· ήσουν μόνος, ελεύθερος.

Μετά, ήρθε το πρώτο μεγάλο διάλειμμα από το κάπνισμα (μια φορά καπνιστής, για πάντα καπνιστής) έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια. Ήταν η χρονιά της Αγγλίας. Εκεί, το σύστημα το έκανε πολύ δύσκολο να καπνίσεις και με χαρά αποδέχτηκα αυτή τη δυσκολία. Έκοψα το κάπνισμα μαχαίρι και δεν το άρχισα ξανά για όσο ήμουν Αγγλία.

Όταν γύρισα, είχα κόψει την αναβολή και παρουσιαζόμουν στο στρατό. Η αντίστροφη μέτρηση για να αρχίσω ξανά το κάπνισμα είχε αρχίσει. Αυτή τη φορά στριφτό. Καπνό πράσινο Craven και Old Holborn κίτρινο (3,50 ευρώ). Στο στρατό καπνίζουν όλοι. Όσο απόλυτο και αν ακούγεται αυτό το αξίωμα είναι σχεδόν αληθές. Μόνο τα κτίρια, τα οχήματα και κάποιοι πολύ λίγοι δεν καπνίζουν.

Το κάπνισμα στο στρατό ήταν παρηγοριά, συντροφιά και ένας μαγικός τρόπος να επιταχύνεις το χρόνο. Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή αυτού που έκανε όταν ήσουν έξω. Το όριο που είχα βάλει ήταν ένα τσιγάρο περίπου την ώρα. Κάθε σκοπιά αποτελούνταν από δύο τσιγάρα και τον χρόνο που περίμενες για αυτά τα δύο τσιγάρα. Συντροφιά μετά τα γεύματα στα ψυχρά μεσημέρια του Πετροχωρίου. Και πιο μετά, στα ζεστά απογεύματα της Άνοιξης στην Ξάνθη. Με την προσμονή του καλοκαιριού για την απόλυση. 16 Αυγούστου έκανα το τελευταίο (όπως και τότε νόμιζα) στριφτό στην πύλη του στρατοπέδου με το χαρτί απόλυσης στα χέρια.

Μήνες μετά, θα σταματούσα το δεύτερο διάλειμμα μέσα στην απομόνωση της μετανάστευσης για να το «κόψω» ξανά στα τέλη του 2012. Από τότε ζω μέσα σε αυτό το τρίτο διάλειμμα.

Κάποια βράδια έχω εφιάλτες ότι ξαναρχίζω το κάπνισμα. Ότι κάτι γίνεται και ότι χαλάω το διάλειμμα. Κι όμως·  μέρες σαν κι αυτή, σκέφτομαι πόσο θα ταίριαζε ένα τσιγάρο μέσα στο ανοιξιάτικο απόγευμα. Ανάμεσα στις ανθισμένες νεραντζιές και τα βρόμικα τσιμέντα στο Πασαλιμάνι.

Όμως, προς το παρόν, αρκούμαι στο να ανασάνω βαθιά τον καπνό από το αναμμένο τσιγάρο κάποιου περαστικού. Έτσι νιώθω ότι κλέβω λίγο από αυτή την αίσθηση που σου δίνει ο καπνός ότι μπορείς, έστω και για λίγο, να ελέγξεις το χρόνο.

4 σκέψεις σχετικά με το “Το πρώτο τσιγάρο (και αυτά που ακολούθησαν)

  1. Δεν νομίζω ότι θυμάμαι το πρώτο τσιγάρο, θυμάμαι πολλές σκηνές όμως γύρω από το κάπνισμα… Αν κάποτε κάπνιζες μπορείς ανά πάσα ώρα και στιγμή να ξανακαπνίσεις, πλέον ζω κι εγώ σε ένα τέτοιο διάλειμμα και πάντα, πάντα όταν πίνω ένα ποτό ή τρώω κάποιο πικάντικο φαγητό η ψυχή μου τραβάει ένα τσιγαράκι… Ωραία ιδέα για post, ίσως να δοκιμάσω κι εγώ να γράψω κάτι παρόμοιο…

    Αρέσει σε 2 άτομα

    1. Ακριβώς! Το κάπνισμα είναι ίσως από τις πιο μεγάλες απολαύσεις της ζωής και αν τη γνωρίσεις, δύσκολα γυρίζεις πίσω. Απλώς είσαι σε συνειδητή αποχή (για όσο κρατήσει). Θα περιμένω να διαβάσω το ποστ σου!

      Αρέσει σε 1 άτομο

  2. Συγκινήθηκα. Όλη η ζωή με αφορμή τις τζούρες πριν και μετά. Κι εδώ σε διάλειμμα, στο τέταρτο για να είμαι ακριβής και ελπίζω να κρατήσει. Για εμένα το τσιγάρο ήταν απόλαυση, ήταν ψυχαναγκασμός, ήταν ο τρόπος να μετράω την πάροδο του χρόνου, ήταν φλερτ. Και με προσπάθεια -πολλή- απέχω γιατί βρίσκω πολλά ωφέλη κυριολεκτικά στην ζωή (θα έλεγα χωρίς μα πονάει) που επιλέγεις να φροντίζεις περισσότερο ή πιο ουσιαστικά τον εαυτό σου. Αλλά με έκανες να σωματοποιήσω ξανά την θέλξη για αυτή την ευφορία και την επίγευση στον ουρανίσκο. Και φυσικά για αυτά τα 6 λεπτά που είσαι μόνο εσύ, ο καπνός σου και ο αναπτήρας για να ξαναανάβει το ασημένιο χαρτάκι που έσβησε.

    Αρέσει σε 2 άτομα

Αφήστε απάντηση στον/στην ericmosss Ακύρωση απάντησης