Η δύναμη του Χ.

Το βράδυ της Παρασκευής δε μπόρεσα να κοιμηθώ πάνω από τρεις ώρες. Κάτι αντίστοιχο μου συνέβη και μέσα στην εβδομάδα. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ήμουν μακριά από τον Χ., όμως ήταν η πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό.

Το Σάββατο σηκώθηκα στις 6 το πρωί. Επτά ώρες μετά είχα φτάσει σπίτι. Ο Χ. καθόταν στην κουζίνα και έτρωγε. Δε με άκουσε που έμπαινα, αλλά άκουσε τη φωνή μου όταν μίλησα στην Α. Όταν με είδε, σταμάτησε να τρώει και άπλωσε τα χέρια του για να τον πάρω αγκαλιά. Τον πήρα και δε σταμάτησε να με κοιτάει ενώ με κρατούσε σφιχτά με τα χέρια του. Ήταν σιωπηλός. Σχεδόν θλιμμένος. Με κοιτούσε και μετά ακουμπούσε το κεφάλι του στο κεφάλι μου. Έκανε πίσω να με κοιτάξει ξανά και μετά ξανακουμπούσε το κεφάλι του στο στήθος μου. Και ξανά. Με έσφιγγε με δύναμη. Του μιλούσα αλλά δεν απαντούσε. Ήταν εντελώς σιωπηλός και έμοιαζε λυπημένος, σαν παραπονεμένος. Με κοίταζε και μετά κατέβαζε το κεφάλι του. Μετά από ώρα άρχισε που και που να μουρμουράει κάτι σαν να απολογούνταν με σκυμμένο το κεφάλι.

Οι λέξεις δε μου φαίνονται επαρκείς για να περιγράψω αυτά που ένιωθα. Ήταν σαν ένας αμβλύς πόνος στο στομάχι. Ένα επώδυνο κάψιμο.

Πάντα νιώθω ενοχές όταν δεν είμαι κοντά στον Χ.  Αυτό ίσως συνδέεται με έναν από τους μεγαλύτερους φόβους μου· μήπως «φύγω» πριν προλάβει να μεγαλώσει και δε μας δοθεί η ευκαιρία να γνωριστούμε. Ή ακόμη χειρότερα: μήπως έτσι με ξεχάσει.

Κάπως αντιφατικά, από τότε που ήρθε ο Χ., είμαι όσο πιο συμβιβασμένος με την ιδέα του θανάτου όσο υπήρξα ποτέ μου. Ξέρω πως ο πιο σημαντικός μου σκοπός είναι ο αντίκτυπος που θα έχω στη ζωή του. Πέρα από αυτό, είμαι τόσο έτοιμος όσο υπήρξα ποτέ μέχρι τώρα.

Σχολιάστε